- φρενόληπτος
- φρενό-ληπτος, wahnsinnig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρενόληπτος — possessed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενόληπτος — η, ο / φρενόληπτος, ον, ΝΜΑ φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό ληπτος, φοιβό ληπτος] … Dictionary of Greek
φρενόληπτοι — φρενόληπτος possessed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενοληπτούμαι — έομαι, Α [φρενόληπτος] είμαι φρενόληπτος, φρενοβλαβῶ* … Dictionary of Greek
φρενοληψία — η, Ν φρενοβλάβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενόληπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… … Dictionary of Greek